lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα φινλανδικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (14):
arvovalta, auktoriteetti, herruus, mahtavuus, mahti, pakko, pystyä, saattaa, teho, valta, valtakirja, valtuus, voima, väkevyys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα φινλανδικά, arvovalta στα ελληνικά
εξουσία στα φινλανδικά