lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα γερμανικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
übertreiben, umsetzen, versetzen, bestimmen, entscheiden, im, vergrößern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα γερμανικά, übertreiben στα ελληνικά
υπερβάλλω στα γερμανικά