lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα τσεχική

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
nadsadit, nadsazovat, přehnat, přehánět, přenést, přesadit, přesazovat, přimět, rozhodnout, rozhodovat, zveličit, zveličovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα τσεχική, nadsadit στα ελληνικά
υπερβάλλω στα τσεχική