lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα ισπανικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
abultar, atropellar, decidir, decidirse, desplantar, determinar, encarecer, engrandecer, exagerar, inflar, prejuzgar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα ισπανικά, abultar στα ελληνικά
υπερβάλλω στα ισπανικά