lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα ρωσικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
перебарщивать, пересаживать, преувеличивать, утрировать, предопределять, предрешать, решать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα ρωσικά, перебарщивать στα ελληνικά
υπερβάλλω στα ρωσικά