lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα σουηδικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
omplantera, överdriva, skarva
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα σουηδικά, omplantera στα ελληνικά
υπερβάλλω στα σουηδικά