lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα πολωνική

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
przesadzać, wyolbrzymiać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα πολωνική, przesadzać στα ελληνικά
υπερβάλλω στα πολωνική