lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
encarecer, engrandecer, exagerar, decidir, deliberar, determinar, dirimir, resolver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα πορτογαλικά, encarecer στα ελληνικά
υπερβάλλω στα πορτογαλικά