lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα ουκρανικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
гора, гірський, драматизуйте, збільшити, збільшувати, перебільшити, перебільште, перебільшувати, переважати, переважити, перевантажте, перевершити, перевершувати, перевищити, перевищувати, пересаджувати, перестарайтеся, підвищити, підвищтеся, підвищувати, розширити, розширтеся, розширювати, роман, романс, романтика
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα ουκρανικά, гора στα ελληνικά
υπερβάλλω στα ουκρανικά