lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα δανική

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
overdrive, afgøre, beslutte, bestemme
Σχετικές λέξεις:
δανική υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα δανική, overdrive στα ελληνικά
υπερβάλλω στα δανική