lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερβάλλω στα ιταλικά

Λέξη:
υπερβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
abbondare, esagerare, trapiantare, decidere, deliberare, risolvere, ingigantire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υπερβάλλω, υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω συνωνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω στα ιταλικά, abbondare στα ελληνικά
υπερβάλλω στα ιταλικά