lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα δανική

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
direkte, lige, nu, rakt, straks, bums, omgående
Σχετικές λέξεις:
δανική αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα δανική, direkte στα ελληνικά
αμέσως στα δανική