lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα ρωσικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
немедленно, прямо, мгновенно, немедля, тотчас, безотлагательно, незамедлительно, неотложно
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα ρωσικά, немедленно στα ελληνικά
αμέσως στα ρωσικά