lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα σουηδικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
bums, burdus, direkt, direkte, genast, omedelbart, omgående, rakt, rät, straks, strax
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα σουηδικά, bums στα ελληνικά
αμέσως στα σουηδικά