lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα πολωνική

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
bezpośrednio, momentalnie, natychmiast, niezwłocznie
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα πολωνική, bezpośrednio στα ελληνικά
αμέσως στα πολωνική