lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα νορβηγικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
direkte, rakt, bums, genas, straks, omgående
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα νορβηγικά, direkte στα ελληνικά
αμέσως στα νορβηγικά