lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα ιταλικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
direttamente, immediatamente, immediato, subito
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα ιταλικά, direttamente στα ελληνικά
αμέσως στα ιταλικά