lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα γερμανικά

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
anstieg, aufstieg, boom, entwicklung, erhöhung, eskalation, gestalt, größe, körpergröße, statur, steigerung, vergrößerung, vermehrung, wachstuch, wachstum, wuchs, zunahme, zuwachs
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα γερμανικά, anstieg στα ελληνικά
αύξηση στα γερμανικά