lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα ιταλικά

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
altezza, ampliamento, aumento, crescita, espansione, estensione, incremento, ingrandimento, lievitazione, rialzo, salita, statura, sviluppo, svolgimento
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα ιταλικά, altezza στα ελληνικά
αύξηση στα ιταλικά