lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα τσεχική

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
narůstání, nános, postava, přibývání, přírůstek, rozmnožení, rozvedení, rozvoj, rozšíření, růst, stoupání, vegetace, velikost, vyvolávání, vzestup, vzrůst, vývin, vývoj, význam, zesílení, zvýšení, zvětšenina, zvětšení, zvětšování
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα τσεχική, narůstání στα ελληνικά
αύξηση στα τσεχική