lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα φινλανδικά

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
edistyminen, eneneminen, kasvaminen, kasvu, kehittyminen, kehitys, koko, lisä, lisäys, nousu
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα φινλανδικά, edistyminen στα ελληνικά
αύξηση στα φινλανδικά