lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα ουγγρική

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
emelkedés, emelés, fejlesztés, fizetésemelés, gyarapodás, nagyítás, növekedés, növelés, növés, szaporodás, szaporulat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα ουγγρική, emelkedés στα ελληνικά
αύξηση στα ουγγρική