lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα πολωνική

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
podwyżka, powiększenie, przybytek, przyrost, wzrost
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα πολωνική, podwyżka στα ελληνικά
αύξηση στα πολωνική