lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα σουηδικά

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
höjning, löneförhöjning, pålägg, påökning, stigning, tillväxt, tillökning, utvidgning, växt, ökning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα σουηδικά, höjning στα ελληνικά
αύξηση στα σουηδικά