lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα δανική

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
afgrøde, avling, dynge, forsamle, forsamles, hamstre, hop, høg, høst, høste, mønstr, pille, plukke, samba, samle, tårne
Σχετικές λέξεις:
δανική μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα δανική, afgrøde στα ελληνικά
μαζεύω στα δανική