lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα σουηδικά

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
ackumulera, församla, hop, hopsamla, hög, plocka, påle, råga, samla, skock, skocka, skotta, skörd, skörda, stapel, stocka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα σουηδικά, ackumulera στα ελληνικά
μαζεύω στα σουηδικά