lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα σλοβακική

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σλοβακική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σλοβακική μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα σλοβακική, zhromažďovať στα ελληνικά
μαζεύω στα σλοβακική