lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα γερμανικά

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
ablesen, anhäufen, auflesen, aufraffen, aufstapeln, einsammeln, ernten, häufen, pflücken, raffen, sammeln, versammeln, zusammenfassen, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα γερμανικά, ablesen στα ελληνικά
μαζεύω στα γερμανικά