lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα ιταλικά

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
accatastare, accumulare, adunare, ammassare, ammucchiare, cogliere, immagazzinare, mietere, raccogliere, raccolta, raccolto, radunare, riunire, riunirsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα ιταλικά, accatastare στα ελληνικά
μαζεύω στα ιταλικά