lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα ουγγρική

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
felhalmoz, felhalmozódik, összegyűjt, összegyűjteni, gyülekezni, hányingere
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα ουγγρική, felhalmoz στα ελληνικά
μαζεύω στα ουγγρική