lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα δανική

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
unge, dale, formindske, mindske, minke, nedsatte
Σχετικές λέξεις:
δανική μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα δανική, unge στα ελληνικά
μειώνω στα δανική