lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα πολωνική

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
malec, osłabiać, uszczuplać, zmaleć, zmniejszać, zmniejszyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα πολωνική, malec στα ελληνικά
μειώνω στα πολωνική