lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
achasse, achatar, amortizar, atenuar, cercear, debilitar, diminuir, embotar, enervar, extenuar, mercar, minguar, mitigar, reduzir, reduzisse
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα πορτογαλικά, achasse στα ελληνικά
μειώνω στα πορτογαλικά