lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
alentaa, heikentää, hellittää, helpottaa, helpottua, kulua, lieventää, lyhentää, pienentää, supistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα φινλανδικά, alentaa στα ελληνικά
μειώνω στα φινλανδικά