lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα σουηδικά

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
unge, minska, avmatta, avkorta, avtagande, reducera, sjunka, nedbringa
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα σουηδικά, unge στα ελληνικά
μειώνω στα σουηδικά