lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα ιταλικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
brutto, cattivo, danneggiare, danno, detrimento, ledere, lesione, mal, male, malvagio, nuocere, peccaminoso, penalizzare, pregiudizio, sbagliato, scadente, torto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα ιταλικά, brutto στα ελληνικά
βλάπτω στα ιταλικά