lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα ιταλικά

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
accessorio, addizione, aggiunta, appendice, assegno, aumento, completamento, giunta, incremento, indennità, somma, sovvenzione, supplemento, sussidio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα ιταλικά, accessorio στα ελληνικά
επίδομα στα ιταλικά