lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα ουκρανικά

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
анексувати, вершник, висновок, добавка, добавлення, додавання, додання, додаток, доповнення, збільшення, помічник, поправка, поширення, придаток, приналежність, приріст, приєднати, приєднувати, підсилення, підсилювання, розширення, супровід
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα ουκρανικά, анексувати στα ελληνικά
επίδομα στα ουκρανικά