lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα ουγγρική

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (12):
adalék, féregnyúlvány, hozzávaló, juttatás, pótkötet, pótlék, ráadás, segély, szubvenció, tartozékos, vakbél, összeadás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα ουγγρική, adalék στα ελληνικά
επίδομα στα ουγγρική