lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα γερμανικά

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
accessoire, addition, anhang, appendix, beiblatt, beifügung, beigabe, beiheft, beihilfe, beilage, einlage, ergänzung, nachtrag, subvention, supplement, unterstützung, zug, zugabe, zulage, zusatz, zuschuss, zuwachs
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα γερμανικά, accessoire στα ελληνικά
επίδομα στα γερμανικά