lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα τσεχική

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
apendix, dodatek, dodatky, doložka, doplněk, dotace, náhrada, podpora, pomoc, povolení, připojený, přirážka, přídavek, přídavný, příloha, příplatek, přírůstek, přísada, příspěvek, přívěšek, subvence, sčítání, udělení, vedlejší
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα τσεχική, apendix στα ελληνικά
επίδομα στα τσεχική