lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα λευκορωσίας

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
дадаванне, дадатак, дапаўненне, прыбаўленне, прыдатак
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα λευκορωσίας, дадаванне στα ελληνικά
επίδομα στα λευκορωσίας