lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα δανική

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
addition, anhang, bidrag, bilag, blindtarm, bonus, forøgelse, godtgørelse, subsidier, supplement, tilsætning
Σχετικές λέξεις:
δανική επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα δανική, addition στα ελληνικά
επίδομα στα δανική