lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίδομα στα πορτογαλικά

Λέξη:
επίδομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acessório, acréscimo, adiciona, adição, agregado, anexo, apêndice, aumento, complemento, emenda, subsidio, subsídio, subvenção, suplemento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επίδομα, επίδομα τοκετού, επίδομα τέκνων ογα, επίδομα τέκνων 2014, επίδομα τέκνων, επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 2014, επίδομα στα πορτογαλικά, acessório στα ελληνικά
επίδομα στα πορτογαλικά