lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα ιταλικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
alimentare, allattare, imboccare, nutrire, pascere, stuzzicare, covare, mantenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα ιταλικά, alimentare στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα ιταλικά