lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα γερμανικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
füttern, gefüttert, nähren, säugen, speisen, beköstigen, ernähren, hegen, unterhalten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα γερμανικά, füttern στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα γερμανικά