lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα εσθονική

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα εσθονική, imetama στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα εσθονική