lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα γαλλικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
alimenter, allaiter, appâter, embecquer, engaver, entretenir, nourrir, raviver, repaître, sustenter
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα γαλλικά, alimenter στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα γαλλικά