lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα ισπανικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (12):
acariciar, alimentar, amamantar, cebar, comer, criar, enardecer, fomentar, lactar, mantener, nutrir, sustentar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα ισπανικά, acariciar στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα ισπανικά