lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гадаваць, карміць, харчаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα λευκορωσίας, гадаваць στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα λευκορωσίας